- οὐδετέρως
- οὐδέτεροςnot eitheradverbialοὐδέτεροςnot eithermasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουδετέρως — ΑΜ οὐδετέρως) βλ. ουδέτερος … Dictionary of Greek
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ADARA — I. ADARA vicus magnus Stephano. Eidem est tertiae Palaestinae locus inter Areopolin, et Characmobam. Locus corruptus, ac e Stephano ipso restituendus. Α᾿δἅρου πόλις (inquit ille)πόλις Περσική ἔςι δὲ καὶ Α῎δαρα, οὐδετέρως κώμη μεγάλη. Τείτη… … Hofmann J. Lexicon universale
CRAMA — Graec. κρᾶμα, Graecis orichalcum dicitur; Stephanus in voce Α῎νδειρα: Α῎νδειρα πόλις, οὐδετέρως, εν ᾗ λίθος, ὅςκαιόμενος σίδηρος γίνεται, εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποςτάζει Ψευδάργυρον, εἶτα κραθεὶς χαλκῷ ὀρείχαλκος γίνεται. Andera urbs… … Hofmann J. Lexicon universale
PROERNA — Phthiotidis urbs, Liv. l. 36. c. 14. Strabo, l. 9. Stephano Proarna neutrô genere: Πρόαρνα, πόλις Μηλιέων, οὐδὲτέρως … Hofmann J. Lexicon universale
SARUS — I. SARUS cum Adano, Adanorum urbis conditor, memoratus Steph. Α῎νδανα Κίλιςςα πόλις, οὐδετέρως. ταύτην ᾤκησεν Α῎δανος καὶ Σάρος, Adana, Ciliciae civitas, genere neutro. Hanc exstruxere Adanus et Sarus. Ubi per Adanum, primum hominem Adamum… … Hofmann J. Lexicon universale
ουδετέρωθεν — οὐδετέρωθεν και οὐδ ἑτέρωθεν (Α) επίρρ. από κανένα από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδετέρω θεν)] … Dictionary of Greek
ουδετέρωθι — οὐδετέρωθι (Α) επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. εκατέρω θι)] … Dictionary of Greek
ουδετέρωσε — οὐδετέρωσε (Α) επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδετέρω σε)] … Dictionary of Greek
χάλκανθον — τὸ, ΜΑ μσν. το χρυσάνθεμο αρχ. θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek